σακάτεμα

σακάτεμα
το, Ν [σακατεύω]
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σακατεύω, η πρόκληση σοβαρής ή και ανεπανόρθωτης σωματικής βλάβης, η οποία συνήθως οδηγεί σε αναπηρία
2. συνεκδ. α) σοβαρό χτύπημα ή τραύμα
β) μτφ. μεγάλη ταλαιπωρία, βάσανο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σακάτεμα — το, ατος 1. το να γίνει κάποιος ανάπηρος. 2. καταπόνηση, βασανισμός: Αυτό που κάνει δεν είναι δουλειά, είναι σακάτεμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναπήρωση — η κολόβωση τού σώματος, σακάτεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναπηρώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικό Νομοτεχνικό Λεξικό ως απόδοση τού ιταλ. storpiαmento] …   Dictionary of Greek

  • σημάδεμα — το, Ν [σημαδεύω] 1. το να επισημαίνει κανείς κάτι, η τοποθέτηση διακριτικού σημείου, η επισήμανση 2. σκόπευση 3. σακάτεμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”