- σακάτεμα
- το, Ν [σακατεύω]1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σακατεύω, η πρόκληση σοβαρής ή και ανεπανόρθωτης σωματικής βλάβης, η οποία συνήθως οδηγεί σε αναπηρία2. συνεκδ. α) σοβαρό χτύπημα ή τραύμαβ) μτφ. μεγάλη ταλαιπωρία, βάσανο.
Dictionary of Greek. 2013.